συνταρρούμαι

συνταρρούμαι
-όομαι, Α [σύνταρρος]
1. συμπλέκομαι, μπερδεύομαι
2. είμαι γεμάτος πλεγμένες ρίζες («ὥστε συνταρροῡσθαι τὰ χωρία», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”